- ἐμπειρότατε
- ἔμπειροςexperiencedmasc voc superl sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἐμπειρότατ' — ἐμπειρότατα , ἔμπειρος experienced adverbial superl ἐμπειρότατα , ἔμπειρος experienced neut nom/voc/acc superl pl ἐμπειρότατε , ἔμπειρος experienced masc voc superl sg ἐμπειρόταται , ἔμπειρος experienced fem nom/voc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)